καβαλλαρικά

καβαλλαρικά
καβαλλαρικός
nag
neut nom/voc/acc pl
καβαλλαρικά̱ , καβαλλαρικός
nag
fem nom/voc/acc dual
καβαλλαρικά̱ , καβαλλαρικός
nag
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καβαλλαρικάς — καβαλλαρικά̱ς , καβαλλαρικός nag fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καβαλλαρικός — καβαλλαρικός, ή, όν (AM, Μ και καβαλαρικός, ή, όν) [καβαλλάριος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε άλογα «τὰ καβαλλαρικὰ θέματα», Θεοφ.) μσν. 1. το ουδ. ως ουσ. τo καβαλλαρικόν οι ιππείς, το ιππικό 2. φρ. «καβαλαρικὸν ἀπὸ τρίτου»… …   Dictionary of Greek

  • περώ — άω, ΜΑ [πέρα] 1. διέρχομαι, διασχίζω (α. «πολιὴν περόωσι θάλασσαν», Ομ. Οδ. β. «οἱ περάσαντες ἀπὸ τῆς γῆς», Δίδυμ.) 2. περνώ, μεταφέρω κάποιον σε άλλο τόπο (α. «εἴ σε περήσω», Αγαθ. β. «περάσας τὰ καβαλλαρικὰ θέματα εἰς τὴν Θράκην», Θεοφάν.) αρχ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”